ωνος, ὁ,
A nickname of a toper, Plu.Ant.18.
κοτύλων: -ωνος, κωμ. ὄνομα μεθύσου, Πλουτ. Ἀνών. 18.
ωνος (ὁ) :ivrogne.Étymologie: cf. κοτύλη.
κοτύλων, -ωνος, ὁ (Α) κοτύλημέθυσος, μπεκρής.