κοτύλων

From LSJ

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτύλων Medium diacritics: κοτύλων Low diacritics: κοτύλων Capitals: ΚΟΤΥΛΩΝ
Transliteration A: kotýlōn Transliteration B: kotylōn Transliteration C: kotylon Beta Code: kotu/lwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, nickname of a toper, Plu.Ant.18.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
ivrogne.
Étymologie: cf. κοτύλη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοτύλων -ωνος, ὁ [κοτύλη] beker (als bijnaam van een zuiplap).

German (Pape)

ωνος, ὁ, der Trinker, von κοτύλη. S. Κοτύλων.

Russian (Dvoretsky)

κοτύλων: ωνος ὁ чарочник, т. е. пьяница Plut.

Greek Monolingual

κοτύλων, -ωνος, ὁ (Α) κοτύλη
μέθυσος, μπεκρής.

Greek Monotonic

κοτύλων: -ωνος, ὁ (κοτύλη), παρατσούκλι μέθυσου, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κοτύλων: -ωνος, κωμ. ὄνομα μεθύσου, Πλουτ. Ἀνών. 18.

Middle Liddell

κοτύλων, ωνος, κοτύλη
nickname of a toper, Plut.