κοσμίως
From LSJ
ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil
French (Bailly abrégé)
adv.
avec ordre ; avec mesure ou décence;
Cp. κοσμιώτερον.
Étymologie: κόσμιος.
Russian (Dvoretsky)
κοσμίως: скромно, благопристойно, (добро)порядочно (ζῆν Isocr.; βιοῦν Lys.; πάντα πράττειν Plat.): κ. ἔχειν Plat. жить скромно; κοσμιώτατα συμφορὰς φέρειν Lys. терпеливо сносить испытания.