ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
v. πως.
(I)κῶς, τὸ (Α)1. (συνηρ. τ.) βλ. κώας2. (στην Κόρινθο) δημόσια φυλακή3. (και ως αρσ. στον πληθ.) οἱ κῶεςοι φυλακισμένοι.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το κῶος (Ι)].———————— (II)κῶς, κως (Α)ιων. τ. βλ. πώς, πως.