λάθω

From LSJ
Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek (Liddell-Scott)

λάθω: [ᾰ], λᾰθών, μετοχ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ ῥήμ. λανθάνω.

French (Bailly abrégé)

sbj. ao.2 de λανθάνω.

Greek Monotonic

λάθω: [ᾰ], υποτ. αορ. βʹ, και λᾰθών, μτχ. αορ. βʹ του λανθάνω.