πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
μαιώτης: -ου, ὁ, ἴδε Μαιῶται ΙΙ.
ου (ὁ) :sorte de poisson.Étymologie: Μαιώτης.