μετοικοφύλαξ

Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A overseer and guardian of the μέτοικοι, X.Vect.2.7.

German (Pape)

[Seite 161] ακος, ὁ, Aufseher u. Beschützer der μέτοικοι, Xen. Vect. 2, 7; Suid. Vgl. προστάτης.

Greek (Liddell-Scott)

μετοικοφύλαξ: ὁ, ἡ, ἐπόπτης καὶ προστάτης τῶν μετοίκων, Ξεν. Πόροι 2, 7.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
à Athènes magistrat chargé du service concernant les métèques.
Étymologie: μέτοικος, φύλαξ.

Greek Monolingual

μετοικοφύλαξ, ὁ (Α)
φύλακας, επιστάτης ή προστάτης τών μετοίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτοικος + φύλαξ.