μηριόνης

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
hapax;
le sexe féminin (Anth. Pal. 5, 36).
Étymologie: μηρός.

Greek Monolingual

ο (Α μηριόνης)
νεοελλ.
ζωολ. γένος μυόμορφων τρωκτικών της οικογένειας cricetidae
αρχ.
1. το γυναικείο αιδοίο
2. ως κύριο όν. Μηριόνης
ένας από τους ήρωες τών ομηρικών επών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ανήκει πιθ. στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Ο τ. με την αρχ. του σημασία «γυναικείο αιδοίο» < μηρός χάριν λογοπαιγνίου].