στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
att. c. νεοσσιά.
νεοττιά, ἡ (Α)(αττ. τ.) βλ. νεοσσιά.