καταπέρδομαι

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

only in aor. 2 Act. κατέπαρδον:—

   A break wind at, τινος, in sign of contempt, Epicr.11.28 (anap.), Ar.Pax547; τοῦ σοῦ δίνου Id.V.618; τῆς Πενίας Id.Pl.618 (anap.).

Greek Monolingual

καταπέρδομαι (Α)
(μόνο στον ενεργ. αόρ. β') (χυδαία έκφραση που δηλώνει περιφρόνηση) κλάνω ενώπιον κάποιου («καὶ τῆς Πενίας καταπαρδεῑν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πέρδομαι.