νεοχάρακτος

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

[χᾰ], ον,

   A newly imprinted, ἴχνος S.Aj.6.

German (Pape)

[Seite 246] neu, eben erst eingegraben, eingeprägt, eingedrückt, ἴχνος, Soph. Ai. 6.

Greek (Liddell-Scott)

νεοχάρακτος: -ον, ὁ νεωστὶ χαραχθείς, ἴχνος Σοφ. Αἴ. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement empreint.
Étymologie: νέος, χαράσσω.

Greek Monolingual

νεοχάρακτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που μόλις χαράχθηκε («μετρούμενον ἴχνη τὰ κείνου νεοχάραχθ'», Σοφ.).