ἴχνος
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
εος, τό,
A track, footstep, Od.17.317, Hes.Op.680, Hdt.4.82; of the spoor of game, X.Cyn.6.15, etc.: metaph., track, trace, κατ' ἴχνος πλατᾶν ἄφαντον A.Ag.695 (lyr.); ἐς ταὐτὸν ἐλθὼν.. λόγων ἴ. Id.Pr.845; ἴ. κακῶν ῥινηλατούσῃ Id.Ag.1184; ἴ. παλαιᾶς δυστέκμαρτον αἰτίας S. OT109; ἴ. τειχέων E.Hel.108; ἴχνη τῶν πληγῶν Pl.Grg. 524c; τὰ τῶν κονδύλων ἴ. Aeschin.3.212: with neg., not a trace, μαζῶν οὐδὲ ἴχνη Aret.SD1.8; ἴχνος ποδὸς θεῖναι, Lat. vestigia ponere, E.IT752, cf. Or.234; θέσθαι AP7.464 (Antip.); λεπτὸν ἴχνος ἀρβύλης τίθετε step softly, E.Or.140 (lyr.); ἴχνος ἐπαντέλλειν ποδός Id.Ph.105 (lyr.); ἴχνος ἐρείδειν AP5.300 (Paul. Sil.); ἐν ἴχνεσί τινος πόδα νέμειν (metaph.) Pi.N.6.15; ἰχνῶν τινος ἔχεσθαι Lib.Or.64.4; τοῖς στοιχοῦσι τοῖς ἴχνεσι τῆς πίστεως Ep.Rom.4.12; κατ' ἴχνος ᾄσσειν, κατ' ἴχνη διώκειν, S.Aj.32, Pl.R. 410b, cf. E.Hec.1059 (lyr.); εἰς ἴχνος τινὸς ἰέναι Pl.Ep.330e; ἴχνος μετιέναι, ἴχνος μετελθεῖν, Id.Phdr.276d, Tht.187e; ἴχνους προσάπτεσθαι hit upon a trail, Id.Plt.290d; τοῖς ἀρχαίοις ἴ. ἐς τὰ θεμέλια χρωμένους Jul.Or.2.66b; ἴχνη ὑποψίας εἴς τινα φέρει Antipho 2.3.10; μήτ' ἴχνος μήτ' αἴθυγμα.. παραδιδόντων Phld.Sign.29, cf. Rh.1.91 S.
2 poet., foot, E.Ba.1134, Herod.7.20.
3 hard sole of the foot, LXX De.11.24,al., Gal.10.876, Orib.47.9.7; sole of a shoe, Hp.Art.62,Arr.Ind.16.5; sandal, POxy.1449.51 (pl., iii A.D.).
4 τὰ ἴχνη τῶν χειρῶν the palms of the hands, LXX 1 Ki.5.4.
5 ἴχνος ἀνθρώπινον, as a measure of length, Ruf.Anat.31.
6 track, route in the desert, PRyl.197.8 (ii A.D.).
7 pl., representations of footprints as votive offerings indicating the presence of a God, ἀνέθηκαν.. κατὰ τὴν τοῦ θεοῦ ἐνέργιαν ἴχνη αὐτοῦ χρύσεα τέσσερα BCH51.106 (Panamara), etc.
German (Pape)
[Seite 1277] τό, Fußspur, Fußtapfen, Spur, Fährte; Od. 17, 317 von einem Jagdhunde καὶ ἴχνεσι γὰρ περιῄδη, er verstand sich aufs Spüren; so im plur. auch Hes. O. 682 u. Pind. P. 10, 12 N. 6, 15; παλαιὸν ἐς ἴχνος μετέσταν Aesch. Suppl. 633, der auch übertr. sagt ἴχνος τὸ πρόσθεν οὐ διαστρέψω ποδός, des Sinnes Pfad, ib. 995; εἰς ταὐτὸν ἐλθὼν τῶν πάλαι λόγων ἴχνος Prom. 847; ἴχνη νεοχάρακτα Soph. Ai. 6; ποῦ εὑρεθήσεται ἴχνος παλαιᾶς δυστέκμαρτον αἰτίας; O. R. 109; λεπτὸν ἴχνος ἀρβύλης τιθεῖτε, tretet leise auf, Eur. Or. 140, wie ἴχνος ποδὸς θεῖναι I. T. 752; ὡς οὐδ' ἴχνος γε τειχέων εἶναι σαφές Hel. 109; sogar = Fuß, ἴχνος αὐταῖς ἀρβύλαις Bacch. 1134; οἶδε τὰ ψυλλῶν ἴχνη Ar. Nubb. 821; sp. D., ὑπ' ἴχνεσι διώκειν Dionys. 2; ἴχνος τίθεσθαι ἐπ' ήϊόνι Antip. Sid. 104 (VII, 464); in Prosa, sowohl im eigtl. Sinne, Xen. Cyn. 6, 15 u. öfter, Plat. Polit. 290 d, als übertr., ταύτῃ ἰτέον ὡς τὰ ἴχνη τῶν λόγων φέρει Rep. II, 365 d, ταὐτὸν ἴχνος μετιέναι, derselben Spur nachgehen, d. i. dasselbe thun, Phaedr. 276 d, τὰ ἴχνη τῆς ὑποψίας εἰς τοῦτον φέρει Antiph. 2 γ 10. – Bei Hippocr. die Sohle, die man unter den Fuß band; auch Absätze, Hacken an den Schuhen.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
marque du pied, trace de pas, piste ; fig. trace, vestige, empreinte en gén.
Étymologie: R. Ἰχ, aller ; cf. οἴχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἴχνος: εος τό
1 след: κύων ἴχνεσι περιῄδη Hom. собака (Одиссея) отлично разбиралась в следах, т. е. обладала прекрасным чутьем; ἴ., τὸ οἶκε βήματι ἀνδρός Her. след, похожий на след ступни человека; ἴχνος ποδὸς θεῖναι Eur. сделать несколько шагов; εἰς ἴχνη τινὸς ἰέναι Plat. и στοιχεῖν τοῖς ἴχνεσί τινος NT идти по чьим-л. стопам; πάλιν ἴ. μετελθεῖν Plat. вновь пройти пройденный путь, т. е. вернуться к прежней теме;
2 след, признак, остаток: τό ἴ. παλαιᾶς αἰτίας Soph. след давнишнего преступления; ἴχνη τῶν πληγῶν Plat. следы побоев; ἴ. τειχέων Eur. остатки городских стен;
3 редко ступня, нога: ἔφερε ἣ μὲν ὠλένην, ἣ δ᾽ ἴ. Eur. одна (вакханка) унесла руку, другая - ногу (растерзанного Пентея).
Greek (Liddell-Scott)
ἴχνος: -εος, τό, (ἴδε ἐν τέλ.)· - ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, ἴχνος ποδὸς κτλ., Ὀδ Ρ. 317, Ἡσ. Εργ. κ. Ἡμ. 678, Ἡρόδ. 4. 82, Πίνδ., κλ.· μεταφορ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 695· ἐς ταὐτὸν ἐλθών... ἴχνος λόγων ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 845, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1184· Σοφ. Ο. Τ. 109· ἴχνος τειχέων Εὐρ. Ἑλ. 108· ἴχνη τῶν πληγῶν Πλάτ. Γοργ. 524C· Αἰσχίν. 84. 22: - Φράσεις, ἴχνος ποδὸς θεῖναι, Λατ. vestigia ponere, Εὐρ. Ὀρ. 234, Ι. Τ. 752· θέσθαι Ἀνθ. Π. 7. 464· λεπτὸν ἴ. ἀρβύλης τίθετε, βαδίζετε ἐλαφρῶς, ἡσύχως, Εὐρ. Ὀρ. 140· ἴχνος ἐπαντέλλειν ποδὸς ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 104· ἴ. ἐρείδειν Ἀνθ. Π. 5. 301· ἐν ἴχνεσί τινος πόδα νέμειν Πινδ. Ν. 6. 27, Σοφ. Αἴ. 32, Πλάτ. Πολ. 410Β, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 1059, Πλάτ. Ἐπιστ. 330Ε, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 276D, ἐν Θεαιτ. 187Ε· ἴχνους πρασάπτεσθαι, ἐκ τοῦ πλησίον ἀκολουθεῖν, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 290D· ἴχνη ὑποψίας εἴς τινα φέρει Ἀντιφῶν 119. 7, πρβλ. Ξεν. Κυν. 6. 15, κτλ. 2) ποιητ., ποὺς ἢ κνήμη, ἀντίθετ. τῷ ὠλένη, Εὐρ. Βάκχ. 1134. 3) τὸ τραχὺ πέλμα τοῦ ποδός, Γαλην. 12. 195Α· τὸ πέλμα ὑποδήματος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827, πρβλ. Ἀρρ. Ἰνδ. σ. 330.
English (Autenrieth)
εος: foot-step, track, trace, Od. 17.317†.
English (Slater)
ἴχνος footstep met., τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς Ὀλυμπιονίκα δὶς ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις (P. 10.12) ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων (N. 6.15)
English (Strong)
from ikneomai (to arrive; compare ἥκω); a track (figuratively): step.
English (Thayer)
ἰχνεος (ἴχνους), τό (from ἵκω equivalent to ἱκνέομαι, to go) (from Homer down), a footprint, track, footstep: in the N.T. metaph, of imitating the example of anyone, we find στοιχεῖν τοῖς ἴχνεσι τίνος, περιεπατήσαμεν ... τοῖς αὐτοῖς ἴχνεσι, ἐπακολούθειν τοῖς ἴχνεσι τίνος, ἐν ἴχνεσι τίνος ἔον πόδα νέμειν, Pindar Nem. 6,27); cf. Latin insistere vestigiis alicuius.
Greek Monolingual
το (AM ἴχνος)
1. το αποτύπωμα του ποδιού στο έδαφος, πατημασιά, χνάρι
2. κάθε σημάδι, αποτύπωμα ή άλλη ένδειξη που αφήνει κάποιο αντικείμενο («ίχνη τροχών»)
3. μτφ. για αφηρημένες έννοιες) υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι (α. «ίχνη πανάρχαιου πολιτισμού» β. «δεν έχει ίχνος φιλοτιμίας»)
νεοελλ.
1. μικρό σημάδι ή άλλο στοιχείο που υποθοηθεί στην ανακάλυψη του δράστη
2. λίγη, ελάχιστη ποσότητα που δεν μπορεί να υπολογιστεί ακριβώς («ίχνη σακχάρου»)
3. φρ. «βαδίζω στα ίχνη κάποιου» — μιμούμαι κάποιον
μσν.
μέτρο μήκους
αρχ.
1. (μτφ., για πνευματική ενέργεια) κατεύθυνση, τρόπος («τοῖς στοιχοῦσι τοῖς ἴχνεσι τῆς πίστεως», ΚΔ)
2. (ποιητ.) πόδι, κνήμη
3. (ειδικά) το τραχύ πέλμα του ποδιού
4. πέλμα υποδήματος
5. πάπ. υπόδημα
6. πάπ. μονοπάτι, ατραπός
7. απεικόνιση αποτυπώματος ποδιού ή άλλου μέρους του σώματος ως ανάθημα που φανερώνει την παρουσία θεών
8. φρ. α) «λεπτὸν ἴχνος ἀρβύλης τίθετε» — βαδίζετε ήσυχα, ελαφρά, ν' αφήνετε λεπτό το πάτημα του παπουτσιού σας
β) «ἴχνους προσάπτεσθαι» — να ακολουθεί από κοντά
γ) «τὰ ἴχνη τῶν χειρῶν» — οι παλάμες τών χεριών
δ) «ἴχνος ἀνθρώπινον» — μέτρο μήκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. ἴχνος με το ρ. οἴχομαι δεν αποδεικνύεται. Ο τ. ἴχ-νος εμφανίζει το επίθημα -νος, σχηματιστικό ουσιαστικών ουδ. γένους (πρβλ. κτήνος, σμήνος).
ΠΑΡ. ιχνεύω
αρχ.
ιχναίος, ίχνιον
νεοελλ.
ιχνάριο(ν).
ΣΥΝΘ. ιχνηλάτης
αρχ.
ιχνοβάτης, ιχνοβλαβής, ιχνοπέδη, ιχνοποιώ, ιχνοσκοπώ
αρχ.-μσν.
ιχνολογώ, ιχνοπατώ
μσν.
ιχνομυθώ, ιχνόποδον, ιχνοποδοπατώ, ιχνόποδος
νεοελλ.
ιχνογραφείο, ιχνογράφος].
Greek Monotonic
ἴχνος: -εος, τό,
1. ίχνος, πατημασιά, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· μεταφ., ένδειξη, στοιχείο, σε Τραγ.
2. ποιητ., πόδι ή κνήμη, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: foortstap, trace, track, hard sole of the foot (ρ 317).
Compounds: As 1. member e. g. in ἰχνο-σκοπέω look after the track (A., S., Plu.).
Derivatives: ἴχνιον id. (Il.) with ὑπ-ίχνιος what is under the footsole (Q. S.). Denominative verb ἰχνεύω, also with prefix, e. g. ἀν-, ἐξ-, δι-, trace (Χ 192) with ἰχνευτής bloodhound, Ichneumon (Hdt., S.), also ἰχνευτήρ id. (Opp., Nonn.; cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 134f.) with ἰχνεύτειρα (Corcyra); ἰχνεύμων, -ονος m. "tracer", name of an Egyptian kind of weasel, Ichneumon, also metaph. of a kind of wasps (Arist., Eub.); ἴχνευμα trace (Poll.); ἰχνευτικός good in tracing (Ph., Arr.). Also ἐξ-ιχνιάζω trace with ἐξιχνιασμός (LXX, Aq.), from ἴχνος after the verbs in -ιάζω (cf. Schwyzer 735) rather than from ἴχνιον. - On Ίχναίη surn. of Θέμις (h. Ap. 94), from the place Ἴχναι in southern Thessalia, s. v. Wilamowitz Glaube 1, 203.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like ἔρ-νος, κτῆ-νος a. o., but origin unclear; perhaps with Wood ClassPhil. 5, 305, Persson Beitr. 2, 563 w. n. 4 to οἴχομαι (s. v.); "en l'air" DELG. More in Bq, still Wood ClassPhil. 16, 65 and 21, 72 with diff. explanations. - The form ἴχματα ἴχνια H. perhaps for ἴθματα (s. εἶμι).
Middle Liddell
ἴχνος, εος,
1. a track, footstep, Od., Hdt., etc.: metaph. a track, trace, clue, Trag.
2. poet. a foot or leg, Eur.
Frisk Etymology German
ἴχνος: {íkhnos}
Grammar: n.
Meaning: Fußtapfe, Spur, Fährte, Sohle (seit ρ 317).
Composita : Als Vorderglied z. B. in ἰχνοσκοπέω nach den Spuren sehen (A., S., Plu.).
Derivative: Davon ἴχνιον ib. (vorw. poet. seit Il.) mit ὑπίχνιος unter der Fußsohle befindlich (Q. S.). Denominatives Verb ἰχνεύω, auch mit Präfix, z. B. ἀν-, ἐξ-, δι-, spüren, aufspüren (seit Χ 192) mit ἰχνευτής Spürhund, Ichneumon (Hdt., S. u. a.), auch ἰχνευτήρ ib. (Opp., Nonn.; vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 134f.) mit ἰχνεύτειρα (Korkyra); ἰχνεύμων, -ονος m. "Spürer", N. einer ägyptischen Wieselart, Ichneumon, auch übertr. von einer Wespenart (Arist., Eub. u. a.); ἴχνευμα Spur (Poll.); ἰχνευτικός zum Spüren geeignet (Ph., Arr. u. a.). Außerdem ἐξιχνιάζω aufspüren mit ἐξιχνιασμός (LXX, Aq.), eher von ἴχνος nach den Verba auf -ιάζω (vgl. Schwyzer 735) als von ἴχνιον. — Zu Ἰχναίη Bein. der Θέμις (h. Ap. 94), von dem Ort Ἴχναι in Südthessalien, s. v. Wilamowitz Glaube 1, 203.
Etymology : Bildung wie ἔρνος, κτῆνος u. a., aber Herkunft unklar; vielleicht mit Wood ClassPhil. 5, 305, Persson Beitr. 2, 563 mit A. 4 zu οἴχομαι (s. d.). Frühere Versuche bei Bq, dazu noch Wood ClassPhil. 16, 65 und 21, 72 mit verschiedenen Erklärungen. — Die Nebenform ἴχματα· ἴχνια H. vielleicht für ἴθματα (s. εἶμι).
Page 1,746-747
Chinese
原文音譯:‡cnoj 衣赫挪士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:探索
字義溯源:足跡,腳蹤,蹤跡;源自(ἰκμάς)X*=獲得)。比較 (ἥκω)=到達*
出現次數:總共(3);羅(1);林後(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 腳蹤(3) 羅4:12; 林後12:18; 彼前2:21
English (Woodhouse)
foot-print, foot-step, trace, track, footstep, impression of a foot
Mantoulidis Etymological
(=χνάρι). Ἀπό τό ἱκνοῦμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
track
Armenian: հետք; Bashkir: эҙ; Belarusian: след; Bulgarian: стъ́пка; Catalan: petjada; Chinese Mandarin: 蹤跡, 踪迹; Czech: stopa; Danish: fodspor; Dutch: voetspoor; Finnish: jälki, jalanjälki; French: empreinte; Galician: pegada, trocha, tripadura, piaxe, pega; German: Fußspur; Gothic: 𐌻𐌰𐌹𐍃𐍄𐍃; Greek: ίχνος; Ancient Greek: ἴχνος; Hebrew: עָקֵב; Hungarian: nyom, lenyomat, lábnyom; Italian: sentiero; Khmer: ដាន; Latin: vestigium; Macedonian: стапка; Malay: jejak; Maori: tapuae, tapuwae, paparahi, tapore; Occitan: pesada; Plautdietsch: Spoa; Portuguese: pegada; Russian: след; Somali: raad; Spanish: huella; Tocharian B: ṣiko; Ukrainian: слід; Welsh: wysg
trace
Albanian: gjurmë; Arabic: أَثَر; Azerbaijani: iz; Bashkir: эҙ; Belarusian: след; Bulgarian: следа; Chinese Mandarin: 痕跡, 痕迹; Czech: stopa; Danish: spor; Dutch: spoor; Erzya: эльге; Finnish: jälki; French: trace; Friulian: olme; German: Spur; Greek: ίχνος; Hungarian: nyom, nyomdok; Icelandic: spor; Italian: orma; Japanese: 跡, 痕跡; Kashubian: szlach; Kazakh: із; Khmer: ដាន; Korean: 흔적(痕跡), 자국; Kyrgyz: из; Lao: ຮອຍ; Macedonian: трага; Maori: makenu, mōnā, mokenu, paparahi, makatea; Norwegian Bokmål: spor; Old Church Slavonic Cyrillic: слѣдъ; Old East Slavic: слѣдъ; Ossetian: фӕд; Persian: اثر, رد; Polish: ślad; Portuguese: vestígio, rastro; Romanian: urmă; Russian: след; Sanskrit: पदं; Serbo-Croatian Cyrillic: тра̑г; Roman: trȃg; Slovak: stopa; Slovene: sled; Spanish: huella, rastro, traza; Swedish: spår; Tagalog: dasto; Tajik: асар, из; Tatar: эз; Thai: รอย; Turkish: iz; Turkmen: yz; Ukrainian: слід; Uyghur: ئىز; Uzbek: iz, asar; Vietnamese: dấu, vết