Πανδιονίς
French (Bailly abrégé)
1ίδος (ἡ) :
la fille de Pandion, Procnè.
Étymologie: Πανδίων.
2ίδος (ἡ) :
s.e. φυλή;
la (3ᵉ) tribu attique Pandionide.
Étymologie: Πανδίων.
Greek Monolingual
-ίδος, ή, Α Πανδίων
1. η κόρη του μυθικού βασιλιά Πανδίονος
2. μία από τις δέκα φυλές της αρχαίας Αττικής, η οποία ονομάστηκε έτσι από το όνομα του Πανδίονος.