πενθείετον

From LSJ
Revision as of 18:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source

Greek (Liddell-Scott)

πενθείετον: ἴδε ἐν λ. πενθέω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ duel prés. ind. épq. de πενθέω.

Greek Monotonic

πενθείετον: Επικ. αντί πενθεῖτον, γʹ δυϊκ. του πενθέω.