μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
πενθείετον: ἴδε ἐν λ. πενθέω.
3ᵉ duel prés. ind. épq. de πενθέω.
πενθείετον: Επικ. αντί πενθεῖτον, γʹ δυϊκ. του πενθέω.