στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
dor. c. φηγός.
(I)ἡ, Α(δωρ. τ.) βλ. φηγός.———————— (II)ὁ, Αβλ. φακός.