προΐει

From LSJ
Revision as of 19:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. prés. ind. épq. de προΐημι;
3ᵉ sg. impf. ion. et att. de προΐημι.

Greek Monotonic

προΐει: = προίησι, γʹ ενικ. του προΐημι· προίειν, σε Αττ. παρατ., προϊείς, μτχ.