προΐει

From LSJ

Βραδὺς πρὸς ὀργὴν ἐγκρατὴς φέρειν γενοῦ → Ad iram tardus devita impotentiam → Sei zögerlich im Zorn, ertrage ihn mit Macht

Menander, Monostichoi, 60

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. prés. ind. épq. de προΐημι;
3ᵉ sg. impf. ion. et att. de προΐημι.

Greek Monotonic

προΐει: = προίησι, γʹ ενικ. του προΐημι· προίειν, σε Αττ. παρατ., προϊείς, μτχ.

Russian (Dvoretsky)

προΐει: эп. 3 л. sing. praes. и impf. к προΐημι.