Σόλοι

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
Soles :
1 ville de Chypre;
2 ville de Cilicie.
Étymologie: -.

Greek Monolingual

οι, ΝΑ
1. αρχαία πόλη της Τραχείας Κιλικίας της οποίας οι κάτοικοι, κατά τους άλλους Έλληνες, μιλούσαν διαπράττοντας πολλά, ιδίως συντακτικά, λάθη
2. αρχαία πόλη-κράτος της Κύπρου.