συμπαθῶς

From LSJ
Revision as of 04:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source

Greek (Liddell-Scott)

συμπαθῶς: μετὰ συμπαθείας, ἴδε συμπαθής.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec compassion, sympathie ou affection;
Cp. συμπαθέστερον.
Étymologie: συμπαθής.

Russian (Dvoretsky)

συμπᾰθῶς: 1) сочувственно, с симпатией (διακεῖσθαι πρός τινα Plut.);
2) с нежностью, с любовью (γηροβοσκεῖν τοὺς γονεῖς Plut.);
3) с состраданием (θρηνεῖν τινα Plut.).