Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
Menander, Monostichoi, 501Greek (Liddell-Scott)
σῶν: Ἀττ. αἰτ. ἑνικ. ἀντὶ σῶον, Θουκ. 3. 34,
French (Bailly abrégé)
nom.-acc. neutre ou acc. sg. de σῶς;
gén. pl. de σός.
Greek Monotonic
σῶν: Αττ. αιτ. ενικ. αντί σῶον.