τάδε
From LSJ
pl. neutre de ὅδε.
ο, η, το, Ν
(άκλ. αντων.) (για πρόσ. ή πράγμ. τα οποία δεν μπορεί ή δεν θέλει κανείς να κατονομάσει) ο δείνα («δεν μέ ενδιαφέρει αν είναι ο τάδε ή ο δείνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τάδε, πληθ. ουδ. της αντων. ὅδε, ἥδε, τόδε].