Φρεάρριος

From LSJ
Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
du dème Φρέαρροι.

Greek Monolingual

και πιθ. τ. Φρεάρροος, -ον, Α
1. προσωνυμία της θεάς Δήμητρος, πιθανώς λόγω του αφιερωμένου σ' αυτήν Καλλιχόρου φρέατος στην Ελευσίνα
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Φρεάρριοι
ονομασία δήμου.