τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
absŏnē: adv., v. absonus.
absŏnē, d’une voix fausse : Apul. Apol. 5