ἀμμία
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
Full diacritics: ἀμμία | Medium diacritics: ἀμμία | Low diacritics: αμμία | Capitals: ΑΜΜΙΑ |
Transliteration A: ammía | Transliteration B: ammia | Transliteration C: ammia | Beta Code: a)mmi/a |
Ion. -ιη, ἡ,
A mother or nurse, Herod.1.7, EM84.26.
ἀμμία: ἡ, ὑποκορ. τοῦ ἄμμα, «μητεροῦλα» - ἀμμία Γυλλὶς Ἡρώνδου Μιμίαμβοι 1, 7. - «ἀμμία, μήτηρ, τροφός», Ἡσύχ.