Κολοσσηνός
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
ή, όν, Colossian, Str.12.8.16.
Greek (Liddell-Scott)
Κολοσσηνός: -ή, -όν, ἐπὶ ἐρίου, Κολοσσηνὰ ἔρια, βεβαμμένα ἐν Κολοσσαῖς, Στράβ. 578.