κουρευτικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A = κουρεύσιμος, Sch.E.l.c.; μαχαιρίδια Olymp.Vit.Pl.p.3 W.
Greek (Liddell-Scott)
κουρευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κουρέα, μαχαίριον Ὀλυμπ. Βίος Πλάτ.· οὕτω κουρεύσιμος, η, ον, Σχόλ. Εὐρ. εἰς Ὀρέστ. 966.
Full diacritics: κουρευτικός | Medium diacritics: κουρευτικός | Low diacritics: κουρευτικός | Capitals: ΚΟΥΡΕΥΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: koureutikós | Transliteration B: koureutikos | Transliteration C: koureftikos | Beta Code: koureutiko/s |
ή, όν,
A = κουρεύσιμος, Sch.E.l.c.; μαχαιρίδια Olymp.Vit.Pl.p.3 W.
κουρευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κουρέα, μαχαίριον Ὀλυμπ. Βίος Πλάτ.· οὕτω κουρεύσιμος, η, ον, Σχόλ. Εὐρ. εἰς Ὀρέστ. 966.