κυμερνήτης
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ου, ὁ, Aeol.
A = κυβερνήτης, EM543.3:—also κυμερῆναι, Cypr. = κυβερνῆσαι, Schwyzer685(1).
Greek (Liddell-Scott)
κυμερνήτης: -ου, ὁ, Αἰολ. ἀντὶ κυβερνήτης, Ἐτυμολ. Μέγ. 543. 3.