μάρναμαι
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
A μάρνασαι Pi.N.10.86, μάρναται Il.4.513, μάρνανται E. Med.249; imper. μάρναο Il.15.475; subj. μαρνώμεσθα Hes.Sc.110; opt. μαρναίμεθα Od.11.513; inf. μάρνασθαι Il.5.33, E.Tr.731; part. μαρνάμενος Il.3.307, Tyrt.12.33, E.Ph.1574 (lyr.): impf. ἐμαρνάμην Anacreont.12.11; -αο, -ατο, Od.22.228, Il.12.40 (Ep.μάρνατο 11.498); 3dual ἐμαρνάσθην 7.301; pl. ἐμαρνάμεσθα E.Ph.1142, IT1376; poet. μαρνάμεθα Od.3.108, B.5.125, μάρναντο Il.13.169: only pres. and impf.:—fight, do battle, τινι with, against another, Il.15.475, etc.; ἐπί τινι 9.317; πρός τινα E.Tr.731; σύν τινι together with another, on his side, Od.3.85; ἀμφί τινα about a fallen hero, Il.16.775; περί τινος for or about a person, ib.497; ἐναντίοι ἀλλήλοισι νίκης καὶ κράτεος πέρι μ. Hes.Th.647; γῆς πέρι καὶ παίδων Tyrt.l.c.; περὶ δορᾶς Κουρῆσι B.l.c.; μήλων ἕνεκ' Hes.Op.163: c. dat. instrum., ἔγχεϊ, χαλκῷ μ., Il.16.195,497; φασγάνῳ, δορί, Pi.P.9.21, E.Med.l.c. 2 of boxers, Od.18.31. 3 quarrel, wrangle, Il.1.257. 4 contend, strive, Pi.P.2.65; ἀμφ' ἀρεταῖσι, ἐσλοῖσι πέρι, Id.O.5.15, N.5.47; κασιγνήτου πέρι ib.10.86; μ. φυᾷ strive with all one's natural powers, ib.1.25.—Ep. and Lyr. Verb, used also by E.; cf. βάρναμαι. (Cf. Skt. mṛṇā´ti 'crush'.)