μαστρυλλεῖον
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
English (LSJ)
μαστρ-ύλλιον, f.ll. for ματρυλεῖον (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
μαστρυλλεῖον: μαστρύλλιον, ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ ματρυλεῖον, ὃ ἴδε.