A one must let go, τοῦτον (v.l. τούτων) Pl.Ti.55d; one must set scot-free, τοὺς ἀνδροφονήσαντας Ph.2.298.
μεθετέον: ῥημ. ἑπιθ. τοῦ μεθίημι, δεῖ μεθιέναι, τούτων μὲν μεθετέον Πλάτ. Τίμ. 55D.