μεθετέον
From LSJ
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
English (LSJ)
one must let go, τοῦτον (v.l. τούτων) Pl.Ti.55d; one must set scot-free, τοὺς ἀνδροφονήσαντας Ph.2.298.
Greek (Liddell-Scott)
μεθετέον: ῥημ. ἑπιθ. τοῦ μεθίημι, δεῖ μεθιέναι, τούτων μὲν μεθετέον Πλάτ. Τίμ. 55D.
Russian (Dvoretsky)
μεθετέον: adj. verb. к μεθίημι.