ἀβλαβία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, poet. for
A ἀβλάβεια 11, ἀβλαβίῃσι νόοιο h.Merc.393; Ἀβλαβίαι personified, SIG1014.67 (Erythrae); sg. in later Prose, Phld.Piet.28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβλᾰβία: ἡ, ποιητ. ἀντὶ ἀβλάβεια· ἀβλαβίῃσι νόοιο· ὑμ. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 393.