ἀναθετέον
English (LSJ)
(ἀνατίθημι)
A one must put off, Pl.Lg.935e; ἀ. τὴν ἄμυναν εἰς τὸν χρόνον Plu.2.817c. II one must ascribe, τίτινι Pl.Mx.240e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθετέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀνατίθημι· δεῖ ἀνατιθέναι, πρέπει νὰ ἀναβάλλῃ τις, Πλάτ. Νόμ. 935Ε. II. = ἀποδοτέον, πρέπει τις ν’ ἀποδίδῃ ἢ ν’ ἀποδώσῃ, τί τινι ὁ αὐτ. Μενέξ. 240Ε.