τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
Full diacritics: νηοπόλος | Medium diacritics: νηοπόλος | Low diacritics: νηοπόλος | Capitals: ΝΗΟΠΟΛΟΣ |
Transliteration A: nēopólos | Transliteration B: nēopolos | Transliteration C: niopolos | Beta Code: nhopo/los |
A v. ναοπόλος.
νηοπόλος: Ἀττ. νᾱοπ-, ον, (νηός, πολέω) ὁ ἐργαζόμενος ἐν τῷ ναῷ, περιποιούμενος ναόν, φύλαξ τοῦ ναοῦ, Ἡσ. Θ. 991, Μανέθων 4. 427· θηλ., Ἀνθ. Π. 1. 16.