νυκτοφυλακή

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ἡ, = sq., v. foreg.

Greek Monolingual

και νυχτοφυλακή, η (Α νυκτοφυλακή)
νυχτερινή φρουρά
νεοελλ.
1. το σύνολο τών στρατιωτών που αποτελούν τη νυχτερινή φρουρά
2. υπηρεσία που φρουρεί έναν τόπο ή εποπτεύει στη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + φυλακή.