οἰκοφθορέω
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
A squander one's substance, Pl.Lg.929d, 959c :—Pass., lose one's fortune, be ruined, οἰκοφθορημένος Hdt.5.29, cf. 8.142, 144 ; ἐκακώθησαν καὶ οἰκοφθορήθησαν Id.1.196.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοφθορέω: καταστρέφω οἶκον ἢ οἰκογένειαν, σπαταλῶ τὴν περιουσίαν, Πλάτ. Νόμ. 929D, 959C. - Παθ., χάνω τὴν περιουσίαν, καταστρέφομαι, χάνομαι, οἰκοφθορημένος (οὐχὶ ᾠκ-) Ἡρόδ. 5. 29, πρβλ. 8. 124, 144· ἐκακώθησαν καὶ οἰκοφθορήθησαν ὁ αὐτ. 1. 196.