ὀκτάτονος
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
ον,
A eight-stretched, ἕλικες ὀ. the eight arms of the octopus, AP9.14 (Antiphil.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάτονος: [ᾰ], -ον, ὀκτάτονοι ἕλικες, οἱ ὀκτὼ πλόκαμοι ἢ πόδες τοῦ πολύποδος, Ἀνθ. Π. 9. 14.