ὀφεωπλόκαμος
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
English (LSJ)
ον,
A with serpent hair, Corn.ND10 (dub. l.), PMag.Par.1.2863 (written ὀφεο-), Eust.716.57.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφεωπλόκᾰμος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς πλοκάμους ἐξ ὄφεων, τὴν Γοργόνα οἶδα καὶ ὀφεωπλόκαμον Εὐστ. 716. 57.