παίστης
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ου, ὁ,
A player, executant, PGen.73.5 (ii/iii A. D.).
Greek Monolingual
παίστης, ο (Α)
εκτελεστής μουσικού έργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παίζω (πρβλ. αόρ. ἔ-παισ-α) + επίθημα -της].