Παναχαιοί
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
οἱ,
A all the Achaeans, Il.2.404, al.: fem. Πᾰνᾰχαιά, ἡ, epith. of Demeter, Paus.7.24.3; of Artemis, BCH25.350 (Delph.):— also Πᾰνᾰχαιὶς γῆ, all Achaea, A.R.1.243; Πᾰνᾰχαιίς, epith. of Athena, Paus. 7.20.2.
Greek (Liddell-Scott)
Πανᾰχαιοί: οἱ, πάντες οἱ Ἀχαιοί, Ὅμ.˙ πρβλ. Gladstone Homer. Stud. 1. 421˙ - Παναχαιὶς γῆ, πᾶσα ἡ Ἀχαΐα, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 243˙ -Παναχαιΐς, ἐπώνυμον τῆς Ἀθηνᾶς, Παυσ. 7. 20, 2˙ Παναχαία Δημήτηρ ὁ αὐτ. 7. 24, 3.