πανοικεσίᾳ

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνοικεσίᾳ Medium diacritics: πανοικεσίᾳ Low diacritics: πανοικεσία Capitals: ΠΑΝΟΙΚΕΣΙΑ
Transliteration A: panoikesíāi Transliteration B: panoikesia Transliteration C: panoikesia Beta Code: panoikesi/a|

English (LSJ)

Adv.

   A with all the household, Th.2.16, 3.57, Antipho Soph.108, D.H.7.18, PLond.2.479.4 (iii A. D.), etc.:—also πᾰνοικ-ησίᾳ, Max.Tyr.19.1, Sammelb.6267.18 (iii A. D.), v.l. in Th.3.57.

Greek Monolingual

και πανοικησίᾳ Α
επίρρ. μαζί με όλη την οικογένεια, οικογενειακώς («πανοικεσίᾳ τὰς ἀναστάσεις ἐποιοῡντο», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει προέλθει από τη δοτ. ενός αμάρτυρου ουσ. πανοικεσία < παν- + -οικεσία (< θ. οἰκέτ- του οἰκέτ-ης με συριστικοποίηση του -τ- + κατάλ. -ία), πρβλ. απ-οικεσία, κατ-οικεσία. Ο τ. πανοικησίᾳ < παν- + οἴκησις.