A flow, stream back, Pl. Ti.78d; of blood, IG12(7).115 (Amorgos); of smoke, Philostr.Im.2.27.
ἀναρρέω: μέλλ. -ρεύσομαι, ῥέω ὀπίσω ἢ πρὸς τὰ ἄνω, δηλ. πρὸς τὰς πηγάς, Πλάτ. Τίμ. 78D.