πηγάς
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
πηγάδος, ἡ, (πήγνυμι III):
1 = πάχνη, hoar-frost, rime, Hes. Op.505(pl.).
2 (sc. γῆ) earth hardened after rain, Hsch.
German (Pape)
[Seite 608] ἡ, alles dicht, fest, hart Gewordene, insbes. – a) = πάχνη, παγετός, gefrorener Thau, Reif, Hes. O. 507. – b) nach dem Regen trocken gewordenes, festes Erdreich, sc. γῆ, Hesych.; dah. auch ein Felsen, wie πάγος, Sp.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
glaçon, glace.
Étymologie: πήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πηγάς -άδος, ἡ [πήγνυμι] ijs, rijp.
Russian (Dvoretsky)
πηγάς: άδος (ᾰδ) ἡ изморозь, иней Hes.
Greek (Liddell-Scott)
πηγάς: -άδος, ἡ, (πήγνυμι ΙΙΙ) πρᾶγμα πεπηγός· 1) = πάχνη, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 503. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ γῆ), γῆ σκληρυνθεῖσα μετὰ τὴν βροχήν, «πηγάδα· τὴν οὐ πολλῷ ὕδατι κεχρημένην γῆν, ὕστερον γενομένην ξηρὰν καὶ πεπηγυῖαν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. η πάχνη
2. το χώμα μετά τη βροχή, η ξερή λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- του πήγνυμι + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. κοιλάς)].
Greek Monotonic
πηγάς: -άδος, ἡ (πήγνυμι III), οτιδήποτε καταψύχεται, πάχνη, πάγος, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
πηγάς, άδος, πήγνυμι III]
anything congealed, hoarfrost, rime, Hes.