παρασφήνιον
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A side-block for wedging, IG11(2).159 A 38 (Delos, iii B.C.), PCair.Zen.759 (iii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
παρασφήνιον: τό, τὸ παρὰ τὸν σφῆνα τιθέμενον, Ἐπιγραφ. Δήλου a, 297, a. C. Michel 594, 88 (πρβλ. 98).