παρενήνοθε

Revision as of 19:30, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_4)

English (LSJ)

   A = παράκειται, ἡμετέρη . . τοίη π. μῆτις A.R.1.664 ; of. ἐνήνοθε.

German (Pape)

[Seite 516] dabei oder daran sein, daran haften; Ap. Rh. 1, 664 ἡμετέρη μέν νυν τοίη παρενήνοθε μῆτις, unser Rathschluß war dabei ein solcher; Orph. Lith. 628 εἰ κρυερὸς μάρπτων πυρετὸς παρενήνοθε γυίοις. Vgl. ἐπενήνοθε u. κατενήνοθε.