ἐρείομεν

From LSJ
Revision as of 21:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἐρείομεν: ἀντὶ ἐρέωμεν, Ἐπικ. α΄ πληθ. ὑποτακτ. τοῦ ἐρέω (ἐρωτῶ), Ἰλ. Α. 62.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. sbj. prés. épq. de ἐρέω².

English (Autenrieth)

see ἐρέω.

Greek Monotonic

ἐρείομεν: Επικ. αντί ἐρέωμεν, αʹ πληθ. υποτ. του ἐρέω.