ὁμόφρων

Revision as of 12:21, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,

   A = ὁμόνοος, agreeing, united, ὁμόφρονα θυμὸν ἔχουσιν Il.22.263, cf. Hes.Th.60, Thgn.81 ; ὁμόφρονος εὐνᾶς Pi.O.7.6 ; ὁ. λόγος Ar.Av.632 (lyr.). Adv. -όνως Oenom. ap. Eus.PE5.33 ; poet. -ονέως IG9(1).235.6 (Locr.).

German (Pape)

[Seite 341] gleichdenkend, gleichgesinnt, übereinstimmend, einträchtig; ὁμόφρονα θυμὸν ἔχουσιν, Il. 22, 263; Hes. Th. 60; ὁμόφρονος εὐνᾶς, Pind. Ol. 7, 6; sp. D., wie Agath. 82. 89.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, = ὁμόνοος, σύμφωνος, ὁμόφρονα θυμὸν ἔχοντες Ἰλ. Χ. 263, Ἡσ. Θ. 60, Θέογν. 81· ὁμόφρονος εὐνᾶς Πινδ. Ο. 7. 10· ὁμ. λόγοι Ἀριστοφ. Ὄρν. 632. Ἐπίρρ. -όνως. Achmes Ὀνειροκρ. 44 ἐν τῇ ἐπιγραφῇ· ποιητ. -ονέως, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 493. 6. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 170 -1.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
uni de cœur et de sentiments.
Étymologie: ὁμός, φρήν.

English (Autenrieth)

like-minded, harmonious, congenial, Il. 22.263†.

English (Slater)

ὁμόφρων
   1harmonious θῆκέ μιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς (O. 7.6)