πατρορραίστης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A parricide, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
πατρορραίστης: -ου, ὁ, ὁ πατροκτόνος. - Κατὰ τὸν Σουΐδ.: «ὁ τὸν πατέρα τύπτων».
ου, ὁ,
A parricide, Suid.
πατρορραίστης: -ου, ὁ, ὁ πατροκτόνος. - Κατὰ τὸν Σουΐδ.: «ὁ τὸν πατέρα τύπτων».