πατροκτόνος
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
πατροκτόνον,
A murdering one's father, parricidal, patricidal, A.Th.752 (lyr.), etc.; πατροκτόνος δίκη = trial for parricide, S.Fr.696; πατροκτόνον μίασμα = the foul slayer of my father, A. Ch. 1028: also in later Prose, Ph.2.73, Porph.Abst. 3.19.
II χεὶρ πατροκτόνος = a father's murdering hand, E.IT1083.
German (Pape)
[Seite 536] den Vater mordend, tödtend; Aesch. Spt. 734 Ch. 968; μίασμα, Befleckung, Sünde des Vatermords, 1024, wie δίκη aus Soph. citirt B. A. 128, 3; Soph. O. R. 1288 u. Folgde; ungew. χεὶρ πατροκτόνος, des Vaters mordende Hand, Eur. I. T. 1083. – Πατρόκτονος würde »vom Vater getödtet« heißen.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 meurtrier de son père, parricide;
2 qui concerne le meurtre d'un père, qui concerne un parricide.
Étymologie: πατήρ, κτείνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατροκτόνος -ον [πατήρ, κτείνω] vader vermoordend, vadermoordend, moordenaars-:. πατροκτόνον θ’ ὕφασμα προσφωνῶν het gewoven kleed dat mijn vader doodde toesprekend Aeschl. Ch. 1015.
Russian (Dvoretsky)
πατροκτόνος:
1 отцеубийственный Trag.: πατροκτόνον μίασμα Aesch. мать, оскверненная убийством отца (своих детей) (досл. пятно отцеубийства); δίκη π. Soph. возмездие за убийство отца;
2 убивающий свое дитя; σῴζειν ἐκ πατροκτόνου χερός Eur. спасать (Ифигению) от смертоносной руки отца.
II ὁ отцеубийца Soph.
Greek Monolingual
ο, η / πατροκτόνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που φονεύει τον πατέρα του
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται στην πατροκτονία (α. «πατροκτόνον μίασμα» — το μόλυσμα της πατροκτονίας, Αισχύλ.
β. «πατροκτόνος δίκη» — η τιμωρία της πατροκτονίας, Σοφ.)
2. φρ. «χεὶρ πατροκτόνος» — το χέρι του πατροκτόνου, το χέρι που φόνευσε τον πατέρα (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητροκτόνος.
Greek Monotonic
πατροκτόνος: -ον (κτείνω), δολοφόνος του πατέρα, πατροκτόνος, σε Τραγ.· πατροκτόνον μίασμα, μόλυνση από την πατροκτονία, σε Αισχύλ.· αλλά χείρ πατροκτόνος, φονικό χέρι του πατέρα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πατροκτόνος: -ον, ὁ ἀποκτείνων τὸν ἴδιον ἑαυτοῦ πατέρα, πατραλοίας, Τραγικ., ὡς Αἰσχύλ. Θήβ. 752, κτλ.. δίκη π., τιμωρία πατροκτονίας, Σοφ. Ἀποσπ. 624. π. μίασμα, τὸ μόλυσμα τῆς πατροκτονίας, Αἰσχύλ. Χο. 1028. - ἀλλά, χεὶρ πατροκτόνος σημαίνει (παραδόξως) φονικὴν χεῖρα πατρὸς ἐν Εὐρ. Ι. Α. 1083.
Middle Liddell
πατρο-κτόνος, ον, κτείνω
murdering one's father, parricidal, Trag.; π. μίασμα the pollution of parricide, Aesch.:—but χεὶρ πατροκτόνος a father's murdering hand, Eur.
English (Woodhouse)
murderer of a father, murderer of one's father
Translations
murder of one's father
Asturian: parricidiu; Bulgarian: отцеуби́йство; Catalan: parricidi; Czech: otcovražda; Finnish: isänmurha; French: patricide; Galician: parricidio; German: Vatermord; Greek: πατροκτονία; Ancient Greek: πατροκτονία; Hungarian: apagyilkosság; Latin: pātricīdium; Polish: ojcobójstwo; Portuguese: parricídio, patricídio; Russian: отцеуби́йство; Serbo-Croatian: oceubistvo; Slovene: očetomor; Spanish: parricidio; Swedish: fadersmord
murderer of own father
Armenian: հայրասպան; Bulgarian: отцеуби́ец; Czech: otcovrah; Finnish: isänmurhaaja; French: patricide; German: Vatermörder, Vatermörderin; Greek: πατροκτόνος; Ancient Greek: πατραλοίας; Hungarian: apagyilkos; Latin: pātricīda; Polish: ojcobójca, ojcobójczyni; Portuguese: parricida, patricida; Russian: отцеуби́йца; Serbo-Croatian: oceubica; Slovene: očetomorilec, očetomorilka; Swedish: fadermördare