Μινύειος
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
French (Bailly abrégé)
α, ον :
des Minyes ; Μινύειος Ὀρχομένος Orchomène du territoire des Minyes ; Μινύειος ποταμός le fleuve des Minyes, càd l’Anigros, en Élide.
Étymologie: Μινύαι.
English (Autenrieth)
Minyeian, belonging to the ancient stock of the Minyae in Orchomenus, Od. 11.284 and Il. 2.511.
Russian (Dvoretsky)
Μῐνύειος: эп.-ион. Μινυήϊος 3 принадлежащий племени миниев (Ὀρχομενός Hom., Thuc.): ἡ πόλις Μινυεία Pind. = Ὀρχομενός.